- χορός
- Διαδοχικές κινήσεις του σώματος για σκοπούς αποκλειστικά καλλιτεχνικούς ή τελετουργικούς ή παιχνιδιού, με προκαθορισμένη τάξη και σύμφωνα με ένα ρυθμό, που δίνεται γενικά από τη μουσική. Ο χ. είναι από τα αρχαιότερα εκφραστικά μέσα, ίσως δεύτερο χρονολογικά μετά το τραγούδι. Δεν είναι γνωστό πότε αυτή η εκδήλωση πήρε την ομαδική της μορφή, με τη συμμετοχή πολλών ατόμων. Πιθανόν οι πρώτες μορφές να είχαν κάποια ατομική εκδήλωση, που αντιπροσώπευε κάτι το ενδιάμεσο μεταξύ της αθλητικής ικανότητας και της μικρής δεξιοτεχνίας του χορευτή. Πολύ σύντομα, στο περιεχόμενο αυτό ενώθηκε το αισθησιακό στοιχείο και αργότερα το συμβολικό. Τότε πήραν μέρος στην παράσταση, όχι πλέον ένα ή δύο πρόσωπα, αλλά ολόκληρες ομάδες. Από τη χρησιμοποίηση ζωγραφικών διακοσμήσεων του σώματος και κομμώσεων, που υιοθετήθηκαν για την καλύτερη απόδοση του προσώπου που υποδυόταν ο χορευτής, πέρασαν στα προσωπεία και στο κατάλληλο ντύσιμο, μελετημένα με τον σκοπό να προσωποποιήσουν και να ερμηνεύσουν πρόσωπα και συγχρόνως αφηγήσεις. Προσωπεία και κοστούμια συνδέθηκαν στενά με τον χ., όταν αυτός απέκτησε τελετουργικό ή θρησκευτικό χαρακτήρα στις οργανωμένες πρωτοϊστορικές κοινωνίες. Είναι δύσκολο να προσδιοριστεί, με βάση τις σημερινές εθνολογικές γνώσεις, ποια ήταν η πρώτη μορφή χορογραφίας που πραγματοποίησε ο άνθρωπος. Μπορούμε να πούμε, ότι οι λαοί που ασχολούνται με την κτηνοτροφία, ακολουθούν κατά προτίμηση, αλλά όχι υποχρεωτικά, την κυκλική διάταξη, ενώ οι γεωργικοί λαοί προτιμούν τις χορευτικές μορφές που μιμούνται τη δουλεία στους αγρούς. Οι κυνηγοί έχουν ποικίλες μορφές, που σε πρώτη όψη δεν ακολουθούν σταθερούς κανόνες. Αυτό οφείλεται στο γεγονός, ότι ανάμεσα στις πρώτες λειτουργίες που επιτελούσε ο χ., ήταν η σχετική με τις ανθρώπινες δραστηριότητες. Ο χ. έχει πραγματικά, ακόμα και σήμερα, μεγάλη σημασία για τους πρωτόγονους λαούς, γιατί συντελεί στο να συμμετέχουν στα γεγονότα της κοινωνικής και πνευματικής ζωής μιας ανθρώπινης ομάδας όλοι όσοι την αποτελούν. Στους λαούς αυτούς, κάθε γεγονός απεικονίζεται και γιορτάζεται με χ., που χρησιμοποιεί ορισμένες μάσκες και ειδικές αμφιέσεις. Έτσι υπάρχουν χ. με τους οποίους γιορτάζονται η γέννηση, η εφηβεία, ο γάμος, ο θάνατος, η είσοδος των νέων στην κοινωνία, η ειρήνη, ο πόλεμος (χ. τελετουργικοί). Ένα πλούσιο ρεπερτόριο χ. χρησιμοποιείται για να αναπαραστήσει τα θεμελιώδη γεγονότα της κοινωνικής ζωής: χ. τελετουργικοί για τις διάφορες φάσεις της εργασίας στους αγρούς, τις φάσεις της κτηνοτροφίας, την τεχνική του κυνηγιού. X. εξιλαστήριοι εκτελούνται σε εποχές ξηρασίας ή σιτοδείας για να εξασφαλίσουν καλή συγκομιδή, πλούσιο κυνήγι κλπ. Οι θεαματικότεροι είναι πάντα οι αφρικανικοί και οι ασιατικοί χ.· στους πρώτους, οι χορευτές επιχειρούν να αναπαραστήσουν με ζωηρές κινήσεις, με την περίπλοκη χορογραφία, τα πρόσωπα ή τις πράξεις της αφήγησης· στους δεύτερους, οι χορευτές κινούνται με αργές, μετρημένες κινήσεις, συχνά μόνο με ένα μικρόμέρος του σώματος (δάκτυλα, μάτια), που δίνουν στον χ. ένα τόνο υψηλής πνευματικής συγκέντρωσης.
Στην Κίνα, οι χ. είναι το εκφραστικό μέσο πολύπλοκων και φροντισμένων παραστάσεων που δίνονται με την ευκαιρία τελετουργικών και εορταστικών εκδηλώσεων. Έκσταση, αλληγορία, ηθικός συμβολισμός (ο σκοπός της ηθικής υπερέχει του σκοπού της αισθητικής) και χρήση της μιμικής είναι οι ποικίλες μορφές του κινεζικού χορευτικού δράματος. Η τεχνική είναι περίπλοκη και παρουσιάζει διαφορές, ανάλογα με τους ανδρικούς και γυναικείους ρόλους.
Τα μορφικά στοιχεία του σινο-ινδικού χ. ασκούν την επίδραση τους σε ολόκληρη την Ασία. Με προέλευση την Ινδία και την Κίνα, το χορευτικό δράμα παρουσιάζεται στην Ινδοκίνα, στην Ινδονησία, στην Ιαπωνία και στην Κορέα με παραλλαγές περισσότερο ή λιγότερο σημαντικές, αλλά με μορφές και θέματα ανάλογα με της Κίνας και της Ινδίας.
Στην Ιαπωνία ο χ. συγχωνεύει στοιχεία κινεζικά, ινδικά και αυτόχθονα στο λεγόμενο σιντοϊστικό ύφος, στις οσμές (χορευτική μορφή λαϊκού χαρακτήρα), στο λυρικό δράμα No.
Στις χορευτικές εκδηλώσεις της αρχαίας Ελλάδας, για τις οποίες υπάρχουν πληροφορίες από την περίοδο γύρω στα 1000 π.Χ., βρίσκονται απευθείας, ρίζες του ευρωπαϊκού και του ακαδημαϊκού ή θεατρικού χ., που υιοθέτησε και το κλασικό μπαλέτο. Αντίθετα, με την ινδική εκφραστικότητα πανικού και έκστασης, το ηθικό κινεζικό όραμα και τα αιγυπτιακά θέματα παντομίμας, ο ελληνικός χ. παρουσιάζεται με εξαιρετικά πρωτότυπους τρόπους έκφρασης. Για πρώτη φορά το χορευτικό θέαμα πραγματοποιείται σε αρμονική συγχώνευση ποικίλων εκφραστικών μέσων: χ., μουσική, ποίηση. Κανένα από τα 3 δεν έχει κατώτερο ρόλο.
Τα μορφικά στοιχεία του ελληνικού χ. παρουσιάζονται με περισσότερο πλούτο από του ακαδημαϊκού, ιδιαίτερα στις κινήσεις του επάνω μέρους του σώματος· το πρόσωπο –που παρουσιάζει ζωηρές αλλαγές, ανάλογα με τα διάφορα αισθήματα– τα μπράτσα, τα δάκτυλα έχουν ουσιαστικό ρόλο στην έκφραση των δραματικών, τραγικών και λυρικών μοτίβων. Οι διάφορες ορχηστικές εκδηλώσεις κατατάσσονται σε κατηγορίες με βάση μια θεμελιώδη διάκριση: έχουμε έτσι τον απολλώνιο χ. ή χ. του ήθους και τον διονυσιακό ή χ. του πάθους. Ο πρώτος, που έχει για μουσική συνοδεία την κιθάρα, περιλαμβάνει τους θρησκευτικούς χ. –πανηγυρικούς και αργούς χ. Λιτανείας– τους πολεμικούς και τους κοινωνικούς σε συμποσιακές και πένθιμες τελετές. Ο δεύτερος εκφράζει, με τους ποικίλους τρόπους του, μανία, πανικό, λαγνεία· ξεσπά σε γρήγορες, ιλιγγιώδεις κινήσεις, που θυμίζουν τους παθογενετικούς χορούς των πρωτόγονων. Από τη σύνθεση των απολλώνιων και διονυσιακών στοιχείων πηγάζει ο θεατρικός ελληνικός χ. Οι αρχαιότεροι χ. του ρωμαϊκού πολιτισμού ήταν θρησκευτικοί και πολεμικοί όπως π.χ. οι χ. που εκτελούσαν οι Αρβάλεις και Σάλιοι ιερείς κατά τις λειτουργίες τους. Οι ελληνικές μορφές, που έγιναν αποδεκτές με την πλήρη ανάπτυξη του ρωμαϊκού πολιτισμού –η επίδραση άλλωστε ήταν μικρή– ήταν κυρίως οι μορφές του διονυσιακού χ. Η αξιολογότερη εκδήλωση του ρωμαϊκού χ. είναι η παράσταση, στην οποία ο μίμος έχει πρωτεύοντα ρόλο. Αντιπροσωπεύει με υποτυπώδη τρόπο αυτό που ύστερα από πολλούς αιώνες θα ονομαστεί ballet d’action (μπαλέτο δράσης).
Στους πρώτους αιώνες του Μεσαίωνα επανέρχονται στοιχεία, που χαρακτηρίζουν τον εκστασιακό χ.: θέματα μαγικά και ερωτικά πρωτόγονης και παγανιστικής μορφής εμφανίζονται στους χ. της φωτιάς, στους χ. με προσωπεία, στους δαιμονιακούς (παρασυναγωγή μαγισσών και διαβόλων τη νύχτα του Σαββάτου), στους μακάβριους χ. Πρόκειται για εκδηλώσεις πολιτισμών, που έμειναν έξω από την ελληνολατινική επίδραση ή την υπέστησαν σε ασήμαντο βαθμό. Ξεκινώντας από το σημείο αυτό αρχίζουν να εξελίσσονται, με χαρακτηριστικά όλο και πιο ευδιάκριτα, διαμέσου των αιώνων, οι εθνικοί χ. και τα στοιχεία επάνω στα οποία θα βασιστεί ο ακαδημαϊκός χ. του κλασικού μπαλέτου.
To 12o και 13o αι. στην Ιταλία και στη Γαλλία συνηθίζεται μια χορευτική μορφή που ονομάζεται μπαλάτα, της οποίας οι ρυθμοί και οι φιγούρες υπαγορεύονται από το ομώνυμο ποιητικό είδος, που διαρθρώθηκε ειδικά για τον χ. σε καθορισμένη δομή στροφών και ρίμας.
Κληρονομιά των πρώτων αιώνων του Μεσαίωνα είναι ο μακάβριος χ. του 15ου αι. Επειδή προερχόταν από τη moralitΰ –μορφή δράματος με χαρακτήρα αλληγορικό– είχε ως θέμα το αναγκαστικά αναπόφευκτο του θανάτου. Από τις τυπικότερες εκδηλώσεις είναι ο γερμανικός Totentanz (χ. των νεκρών) και ο ισπανικός Danza general de la muerte. Ο χ. –που μετά τη διάλυση της Pωμαϊκής αυτοκρατορίας και στους πρώτους αιώνες του Μεσαίωνα είχε περιπέσει σε παρακμή, καταδικασμένος από την Εκκλησία ως στοιχείο διαφθοράς– εξίσου με κάθε είδος θεάματος, απέκτησε μεγάλη σημασία στην Αναγέννηση και εμφανίστηκε σε αμέτρητες μορφές, ενώ η χορευτική γλώσσα απέκτησε σιγά σιγά ευρωπαϊκό ύφος, που συναντάται σε διάφορους ιταλικούς, γερμανικούς, αγγλικούς και πολωνικούς χ. και χαρακτηρίζεται από τον τονισμό της ιlιvation, από την ευστροφία και την κομψή ελαφρότητα όλου του σώματος, από την εφαρμογή ενός πρώτου τρόπου endehors, από την πηδηχτή και κυκλική κίνηση. Προερχόμενο από τον χαμηλό χ., το ευρωπαϊκό ύφος της Αναγέννησης γίνεται αφετηρία για τη δημιουργία της χορευτικής μορφής, που από το 1661 χαρακτηρίστηκε ως ακαδημαϊκός ή θεατρικός χ.
Από το 17o έως το 18o αι. ο χ. εκτελείται δημόσια στις πλατείες, στους δρόμους και στα θέατρα. Στις αυλές των ευγενών και των μοναρχών ή στις αίθουσες και στα θέατρα που προορίζονται για τις ανώτερες τάξεις, ο χ. έχει κομψότερο και πολυπλοκότερο χαρακτήρα: υπάρχει το γεμάτο ακκισμούς μενουέτο, το βαλς, η contre-danse και οι πρώτες μορφές των λεγόμενων χ. των συναναστροφών (καντρίλιες, κοτιγιόν κλπ.).
Ύφος πρωτότυπο και αυτόνομο παρουσιάζουν, από τους πρώτους ακόμα αιώνες του Μεσαίωνα, οι χορευτικές μορφές στην Ισπανία και στη Ρωσία.
Toν 19o αι. οι οικονομικές και κοινωνικές επαναστάσεις, η παρακμή των επαρχιακών κέντρων, η αύξηση, σε έκταση και σε πληθυσμό, των πόλεων, επιφέρουν τη βαθμιαία εξαφάνιση και τη μεταβολή των λαϊκών και των χ. συναναστροφών, οι οποίοι απλοποιούν, λίγο λίγο, φιγούρες και ρυθμούς. Ο καλλιτεχνικός χ. δέχεται κατά τον 20ό αι. επαναστατικές καινοτομίες, παράλληλα με την καμπή που πραγματοποιείται στον χώρο των εικαστικών τεχνών και της μουσικής, με την εμφάνιση νέων τάσεων. Ο ελεύθερος ή σύγχρονος χ. εκτοπίζει ολότελα το σύστημα των κανόνων και των βάσεων του ακαδημαϊκού χ. Η ποιητική του καλλιτεχνικού κινήματος της Πετρούπολης Μιρ ισκούστβα (ο κόσμος της τέχνης) με τον Σέργιο Ντιαγκίλεφ και τον Μιχαήλ Φόκιν, ασκεί την επαναστατική και ζωογόνο επίδρασή της στον κόσμο του μπαλέτου, που ανανεώνεται με την υιοθέτηση κάθε χορευτικής μορφής, η οποία συνδέεται με τη δραματική έκφραση και με το ύφος του θέματος.
ακαδημαϊκός χ. Είναι το στιλ του χ. του κλασικού μπαλέτου. Ο ορισμός προέρχεται από τη Βασιλική Ακαδημία χ., που ιδρύθηκε το 1661 στην Όπερα του Παρισιού, κατά επιθυμία του Λουδοβίκου ΙΔ’. Στη σχολή αυτή έγινε η πρώτη κωδικοποίηση της τεχνικής του ακαδημαϊκού χ. Διαφορετικός από τις λαογραφικές μορφές, ο ακαδημαϊκός χ. έχει ελεύθερους ρυθμούς. Όλα τα βήματα αρχίζουν και τελειώνουν σε μια από τις 5 βασικές θέσεις των ποδιών και των χεριών.
Ο ακαδημαϊκός χ. μπορεί να πει κάποιος ότι έχει τις ρίζες του στην αρχαία Ελλάδα. Ένας σημαντικός πυρήνας στοιχείων υπάρχει ήδη στους αυλικούς χ. της ουμανιστικής εποχής και της Αναγέννησης. Toν 17o αι. η Βασιλική Ακαδημία του χ. του Παρισιού, θεματοφύλακας των χορευτικών παραδόσεων των διαφόρων χωρών και της βασικής ιταλικής συνεισφοράς, ειδικά σε ό,τι αφορά την τεχνική του πηδήματος, καθόρισε συστηματικά μια σειρά αρχών, τις οποίες κωδικοποίησε πρώτος ο Σαρλ Μποσάν (1636 – 1705), στον οποίο αποδίδεται η επινόηση των 5 θέσεων (positions). Η Γαλλική Aκαδημία υπαγόρευσε νόμους για ολόκληρη την Ευρώπη, αλλά δέχτηκε και επεξεργάστηκε για αιώνες στοιχεία από κάθε χώρα.
ελεύθερος ή σύγχρονος χ. Σχολή καλλιτεχνικού χ., που απαλλάχτηκε από την τεχνική και τις αρχές του ακαδημαϊκού χ. και από τις αντιλήψεις που ενέπνεαν το κλασικό μπαλέτο. Το ρεύμα αυτό άρχισε να εκδηλώνεται στις αρχές του 20ού αι., υπό την επίδραση του νατουραλισμού, και ακολούθησε με την πάροδο του χρόνου διάφορες κατευθύνσεις. Στις αρχές του εμφανίζεται ως επανάσταση εναντίον του ακαδημαϊκού χ., που έφτασε στο απόγειο της εξέλιξής του με βελτιωμένες και στερεότυπες μορφές. Στον ελεύθερο χ., ο χορογράφος για κάθε εργασία του δημιουργεί ένα καινούργιο ύφος, του οποίου τα στοιχεία είναι εκφραστικές στιγμές, που γι’ αυτό τον λόγο δεν μπορούν να ταξινομηθούν ούτε να προκαθοριστούν. Τη συγκίνηση δημιουργεί η μορφή, εκδήλωση της εσωτερικής ζωής του ανθρώπου. Ο ρυθμός –έλεγε η Ισιδόρα Ντάνκαν– αναβλύζει από τον ίδιο τον χ., που αναζητάει τα στοιχεία του στη φύση: τα ανασύρει από τη ροή των κυμάτων της θάλασσας και από το ίδιο το ανθρώπινο σώμα: παλμός και αναπνοή. Αν είναι ο χ. που υπαγορεύει τους ρυθμικούς τονισμούς, τότε μπορεί να εκτελείται και χωρίς μουσική ή μπορεί να την περιορίζει μόνο στον ρόλο της μουσικής υπόκρουσης. Η μουσική εξάλλου μπορεί να γεννήσει η ίδια το αίσθημα που θα μετατραπεί ύστερα σε χορευτική μορφή. Οι αρχές του ελεύθερου χ. είναι κατά συνέπεια γενικές και αφορούν αναρίθμητα σχήματα, που πραγματοποιούνται με την ένταση και χαλάρωση (Μαίρη Βίκμαν), με τη συστολή και διαστολή (Μάρθα Γκράχαμ), με κινήσεις κεντρόφυγες, κεντρομόλες, καθαρές, σκοτεινές, καμπύλες, γωνιώδεις, με τα σκηνικά εφέ, με τη στρέβλωση, με πλάγιο τρόπο σε οποιαδήποτε κατεύθυνση, με οποιαδήποτε έλλειψη ισορροπίας. Η κίνηση, που πρέπει να εκφράζει τις ενέργειες του σώματος, βρίσκεται στη βάση του ύφους του ελεύθερου χ., όπως ακριβώς η θέση είναι η βάση του ακαδημαϊκού χ. Αυτοί που καθιέρωσαν τον ελεύθερο χ. στηρίχτηκαν και στις θεωρίες του Ζαν - Ζορζ Νοβέρ και του Σαλβατόρε Βιγκανό, καθώς επίσης και στο διδακτικό σύστημα του Φρανσουά Ντελσάρτ (1811 – 1871), που πρώτος έκανε πλήρη ανάλυση του αισθητικού φαινομένου και κατέληξε στην άποψη, ότι όλα, στην απαγγελία και στον χ., πρέπει να συμβαδίζουν με την έκφραση. Τον 20ό αι. η Αμερικανίδα Ισιδόρα Ντάνκαν είναι η πρώτη σημαντική φυσιογνωμία του ελεύθερου χ. Αυτή ζητάει για τον ελεύθερο χ. φύση και φυσικότητα, αναζητάει έμπνευση, εκτός από τη φύση, και από τον καλλιτεχνικό κόσμο της αρχαίας Ελλάδας, που τον θεωρεί –όχι σωστά– φυσικό, θεωρητική επεξεργασία σε βάθος κάνει για τον ελεύθερο χ. ο Ρούντολφ φον Λάμπαν, που είναι η σημαντικότερη φυσιογνωμία του νέου ρεύματος. Ο Ούγγρος χορευτής και χορογράφος υποστηρίζει, ότι ο χ. υπαγορεύει ο ίδιος στον εαυτό του τους κανόνες και τους τρόπους του, χωρίς τη βοήθεια ξένων στοιχείων· συγχρόνως όμως κρίνει αναπόφευκτη μια παρεμβολή της ελεύθερης έκφρασης του χορογράφου, μέσα σε ορισμένους θεμελιακούς κανόνες της σκηνής, σύμφωνα με τους οποίους οργανώθηκε το κλασικό μπαλέτο.
Άλλες φυσιογνωμίες πρώτης σειράς ήταν οι Γερμανοί Μαίρη Βίκμαν και Κουρτ Γιόος, που έδωσαν στις χορογραφίες τους έναν εξπρεσιονιστικό τόνο. Ο ελεύθερος χ. εμφανίστηκε για πρώτη φορά στις ΗΠΑ, όπου ακόμα και σήμερα παρουσιάζει αξιόλογες εκδηλώσεις. Από το 1915 ανέπτυξε δραστηριότητα στο Λος Άντζελες η Denishawn School, πανεπιστήμιο του χ., που ιδρύθηκε από τη Ρουθ Ντένις και τον Τεντ Σον. Ο τελευταίος αφού επεξεργάστηκε και συνέθεσε διάφορους εκφραστικούς τρόπους –τους ίδιους που διδάσκονταν στη σχολή του– επινόησε τη μορφή, που χαρακτηρίστηκε ως αμερικανικός χ. και που είχε μεγάλη επίδραση στο δυτικό ημισφαίριο. Η Μάρθα Γκράχαμ –χορεύτρια και χορογράφος– είναι η διασημότερη μαθήτρια της σχολής αυτής. Στοιχεία του ελεύθερου χ. και του ακαδημαϊκού συγχωνεύθηκαν στις δημιουργίες του Τζέρομ Ρόμπινς και της Ανιές ντε Μιλ.
νεοελληνικοί χοροί. Στη νεότερη Ελλάδα, επειδή κυρίως ο χριστιανισμός απαγόρευε κάθε χορευτική εκδήλωση, ο χ. κράτησε αναγκαστικά, από την αρχαία εποχή, την παγανιστική του παράδοση, που συνεχίστηκε, όπως φαίνεται, και στο Βυζάντιο, όπου, σύμφωνα με τις μαρτυρίες που διαθέτουμε, χορεύονταν οι λεγόμενοι κύκλιοι χοροί: ο συρτός από άνδρες και γυναίκες, και ο γέρανος, που συνεχίστηκε μέχρι τις μέρες μας, με την ονομασία αγέρανος, στην Πάρο και στη Μύκονο, αέρανος στον Πόντο και γεράνι σε άλλες περιοχές.
Πολύτιμες πληροφορίες για τους νεοελληνικούς χ. μας άφησαν επίσης και οι ξένοι περιηγητές, όπως ο Πιερ - Oγκιστέν Ντε Γκι, που επισκέφτηκε την Ελλάδα στα τέλη του 18ου αι. και του οποίου οι περιγραφές συμπληρώνονται ή και ανασκευάζονται από την Κωνσταντινουπολίτισσα μητέρα του Γάλλου ποιητή Αντρέ Σενιέ. Οι κυριότεροι χ., που περιγράφει ο Ντε Γκι, είναι ο candiote (κρητικός), ο ελληνικός, ο αρναούτικος, οι αγροτικοί, ο βλάχικος και ο πυρρίχιος, που τον θεωρεί ως αναβίωση του αρχαίου ελληνικού. Αναφέρει ακόμα και χορούς ιωνικούς, του γάμου, καθώς και βακχικούς. Ο κρητικός, που καθώς χορεύεται η κορυφαία κρατάει ένα μεταξωτό σκοινί ή μαντήλι, συμβολίζει την ιστορία του Δαίδαλου, του Θησέα, και της Αριάδνης. Ο ελληνικός προήλθε από τον κρητικό, με τον οποίο έχει πολλά κοινά στοιχεία. Οι πληροφορίες για τον αρναούτικο, το σημερινό χασάπικο, είναι ιδιαίτερα σημαντικές, γιατί η κυρία Σενιέ είδε να τον χορεύουν στην πλατεία του Ιπποδρόμου, στην Κωνσταντινούπολη. Ο χ. αυτός, πολεμικού χαρακτήρα, χορευόταν από 200 ή 300 Kassab - oglan, δηλαδή Έλληνες χασάπηδες από τη Μακεδονία, στους οποίους οι Τούρκοι είχαν παραχωρήσει το προνόμιο να φέρουν μεγάλα μαχαίρια και να ταξιδεύουν φορώντας σαρίκι και πράσινο ένδυμα. Επικεφαλής των χορευτών βρίσκονταν δύο κορυφαίοι, που είχαν το γενικό πρόσταγμα και κρατώντας μαχαίρια παρίσταναν τον Μέγα Αλέξανδρο και τον Ηφαιστίωνα. Δεκαπέντε άλλοι αποσπώνταν από το κύριο σώμα των χορευτών, κρατώντας επίσης μαχαίρια, ρόπαλα ή μαστίγια. Οι υπόλοιποι χωρίζονταν σε ουλαμούς και προχωρούσαν πηδηχτά. Γενικά επρόκειτο για παντομίμα, που χορευόταν στη γιορτή της συντεχνίας των κρεοπωλών (χασάπηδων ή μακελλάρηδων) και αναπαρίστανε τα κατορθώματα του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Ως απόδειξη η κυρία Σενιέ αναφέρει και το τραγούδι που έλεγαν: «Πού ιν’ ο Αλέξανδρος ο Μακέδονις, που όρισεν τιν οκουμένην». Ο σημερινός χασάπικος, αν και κρατάει ακόμα από τον αρναούτικο το βαρύ και επιβλητικό ύφος, έχασε πλέον την παλιά του αίγλη. Έως εδώ και λίγα χρόνια χορευόταν κυρίως στη Μακεδονία και στη Θράκη· με τη διάδοση όμως των μπουζουκιών ο χαρακτήρας του νοθεύτηκε ακόμα περισσότερο και σήμερα χορεύεται λίγο - πολύ σε ολόκληρη την Ελλάδα, μαζί με το ζεϊμπέκικοκαι το τσιφτετέλι, χ. που, ως ονομασίες τουλάχιστον, θυμίζουν κατάλοιπα της τουρκοκρατίας.
Οι σύγχρονοι νεοελληνικοί χ. διαιρούνται βασικά σε 2 κατηγορίες: σε συρτούς και σε πηδηχτούς. Υπάρχουν και μεικτοί χ.: συρτός - καλαματιανός ή συρτός - τσάμικος, σπανίζουν όμως. Η ονομασία του χ. εξαρτάται συνήθως από τον τόπο καταγωγής του (συρτός - καλαματιανός, μακεδονικός) ή έχει ονομασίες κυρίων προσώπων (ο Μενούσης, ο Μανέτας) ή ακόμα ονομασίες εποχικές (αη - βασιλιάτικος, πασχαλινός) ή τέλος ονομασίες επαγγελμάτων και συντεχνιών (χασάπικος, μηχανικός ή των σφουγγαράδων κ.ά.). Ο συρτός και ο καλαματιανός είναι πανελλήνιοι χ., υπάρχουν όμως και πολλές παραλλαγές, ανάλογα με τον τόπο όπου χορεύονται. Γενικά ο τόπος καταγωγής των νεοελληνικών χ. τους κάνει να διαφέρουν σε χαρακτήρα και ύφος. Έτσι οι χ. της ηπειρωτικής Ελλάδας είναι βαρύτεροι και λεβέντικοι, ενώ οι νησιωτικοί περισσότερο ανάλαφροι και χαριτωμένοι. Στα νησιά του Αιγαίου χορεύονται ο μπάλλος, ο ικαριώτικος, ο κουλουριώτικος, ο σαμιώτικος κλπ. Στη Δωδεκάνησο, το γαϊτανάκι και η σούστα της Ρόδου, η σούστα Δωδεκανήσου, ο ζερβός Καρπάθου, ο καλύμνιος κλπ. Στα Επτάνησα: ο κερκυραϊκός, ο συρτός Κεφαλονιάς, ο μέρμηγκας, ο σταυρωτός, ο λεβέντικος, ο ζακυνθινός, ο γιαργιτός ή χ. του Θησέα κλπ. Στην Κρήτη: ο πεντοζάλης, η σούστα Κρήτης, ο χανιώτικος συρτός, ο καστρινός πηδηχτός (ηρακλειώτικος), ένας από τους παλαιότερους χ. της Κρήτης, που ονομάζεται και καστρινή σούστα ή Μαλεβιζιώτικος σε ρυθμό 5/8 κλπ. Στην Κύπρο αντιπροσωπευτικοί είναι οι ανδρικοί και γυναικείοι καρσιλαμάδες (αντικρυστοί χ.), ένα είδος σουίτας σε πέντε μέρη, με διάφορους ρυθμούς και βήματα, που πλαισιώνεται από το μήλο, ένα ζεϊμπέκικο που βασίζεται σε μια μελωδία τυπικά κυπριακή σε 9/8 και χορεύεται σε κύκλο, από τον χ. του μαχαιριού ή του δρεπανιού, που έχει δεξιοτεχνικό χαρακτήρα και είναι γνωστός επίσης στη Μακεδονία και στον Πόντο, και τέλος από τη μάνδρα. Στη Θράκη, εκτός από τους πανελλήνιους, υπάρχει και μια μεγάλη ποικιλία τοπικών χ. Από αυτούς ο συρτός, ο συγκαθιστός και οι ζωναράδικοι είναι κυκλικοί και θεωρούνται ως οι κατεξοχήν θρακικοί χ. Οι χορευτές πιάνονται ο ένας από τη ζώνη του άλλου. Ο ριχτός είναι πηδηχτός χ.· οι χορευτές αναπηδούν με ανάταση του αριστερού ποδιού. Ο αντικρυστός χορεύεται από μια γυναίκα και έναν άντρα, όπως στον μπάλλο, ή κάποτε και από δύο άνδρες. Στον μαντηλάτο ο κάθε χορευτής κρατάει ψηλά ένα μαντήλι από τις δύο γωνιές του, έτσι ώστε να είναι τεντωμένο, και ενώ χορεύουν, το κινούν ρυθμικά. Υπάρχει ποικιλία και συγκαθιστών χ.: ο απλός, ο πηδηχτός ή ο ίσιος, ο απλός καρσιλαμάς, ο τρίμ’τος, όπου οι χορευτές πιάνονται ζωνάρι με ζωνάρι και χορεύουν σιγοτρέμοντας (γι’ αυτό ονομάζεται και τρεμουλιαστός), ο κουτσός κ.ά.
Στη Μακεδονία υπάρχουν πολλοί τοπικοί χ., όπως ο αη - βασιλιάτικος, ο πάρταλος, η γερακίνα, η γκάιντα Γιδά, ο καστοριανός, η ριτσινίτα κ.ά. Στη Θεσσαλία, χορεύεται η καραγκούνα, το καγγέλι (σε 7/8, με σήκωμα στα 2/4), ο πηλιορείτικος κ.ά. Στην Ήπειρο, ο χ. μπεράτι, ο ρόβας, το φυσούνι, ο μενούσης, ο πωγωνίσιος κ.ά. Στην Πελοπόννησο, εκτός από τον καλαματιανό και τον τσάμικο, χορεύουν τον τσακώνικο γερανό, τον μανιάτικο, τον αραχοβίτικο (Καρυατίδων) κ.ά. Μερικοί χ. συνδέθηκαν με θρησκευτικές εκδηλώσεις, όπως ο καγκελευτός της Ιερισσού, που χορεύεται την τρίτη του Πάσχα, η τράτα των Μεγάρων την ίδια μέρα κ.ά. Μερικοί από τους χ. αυτούς χορεύονται και σε άλλες περιοχές, εκτός του τόπου της προέλευσής τους. Μια άλλη σημαντική ομάδα χ. είναι οι ποντιακοί.
Η ποικιλία, ο πλούτος, η κοινωνική και ιστορική σημασία των νεοελληνικών χ. είναι αφάνταστη, γιατί εκτός από τα όσα αναφέρθηκαν ήδη, υπάρχουν και πολλοί άλλοι τοπικοί που δεν καταγράφτηκαν και δεν μελετήθηκαν και μένουν έτσι άγνωστοι ακόμα και στους ειδικούς. Στους νεοελληνικούς χ. βρίσκουμε ρυθμούς, που μας συνδέουν μέσω του Βυζαντίου, με την αρχαία Ελλάδα. Οι ρυθμοί 7/8 (ο αρχαίος επίτριτος), 6/4 (δάκτυλος ιαμβικός), 5/8 (Παίων), 8/8 (σε τρεις κινήσεις U -, -, U -., αρχαίος δόχμιος) και 9/8 (δόχμιος με σπονδίο), που ο ελληνικός λαός τους χορεύει με τόση φυσικότητα, έρχονται από τα βάθη των αιώνων.
Kαλαματιανός. Ο χορός αυτός είναι πανελλήνιος, υπάρχουν, όμως, και παραλλαγές του, ανάλογα με τον τόπο που χορεύεται.
Ελληνικοί χοροί: Αντιπροσωπευτικός χορός της Βλάστης, χωριού του νομού Κοζάνης.
Χοακίν Κορτές, γνωστός Ισπανός χορευτής του φλαμένκο (φωτ. ΑΠΕ).
Μοντέρνος χορός (φωτ. ΑΠΕ).
Νεαροί χορευτές του μπαλέτου της Όπερας της Βιέννης (φωτ. ΑΠΕ).
Στιγμιότυπο από παράσταση κλασικού μπαλέτου (φωτ. ΑΠΕ).
Χορευτές από την Ουγγαρία σε φεστιβάλ χορού στη Βουδαπέστη (φωτ. ΑΠΕ).
Οργιαστικοί χοροί των Μαινάδων, όπως εικονίζονται σ’ ένα τμήμα της κύλικας του Μάκρωνα, των αρχών του 5oυ αι. π.Χ. (Βερολίνο, Κρατικό Μουσείο).
Ο Σίβα, ινδική θεότητα, στην οποία οι Βέδες αποδίδουν την προέλευση του χορού.
Η μάσκα του Ρύο-ο, πρωταγωνιστή του «μπουζάκος», ιαπωνικού χορού του 12ου αιώνα.
Παλιός χορός των Ινδιάνων Μάκα (Παραγουάη)? πρωτόγονα στολίδια ανακατεύονται με σύγχρονες ενδυμασίες.
Παραδοσιακός κινέζικος χορός σε φεστιβάλ του Πεκίνου (φωτ. ΑΠΕ).
Σέρα, ο αντιπροσωπευτικότερος ποντιακός χορός.
* * *ο, ΝΜΑ1. σύνολο ρυθμικών κινήσεων τών ποδιών και τού σώματος, που εκτελούνται για ψυχαγωγία ή ως τελετουργική εκδήλωση, όρχηση (α. «εστησ' ο Έρωτας χορό με τον ξανθόν Απρίλη», Σολωμ.β. «δημοτικοί χοροί» γ. «ἵστασαν χοροὺς παρθένων τε καὶ ἠϊθέων», Ηρόδ.)2. ομάδα χορευτών και συνάμα τραγουδιστών3. (ειδικά στο αρχ. θέατρο) σύνολο ερμηνευτών που μετείχαν στη δράση και σχολίαζαν ομαδικά, απαγγέλλοντας, τραγουδώντας και χορεύοντας, συνήθως με συνοδεία μουσικού οργάνου, την υπόθεση τού έργου κατά την εξέλιξή της, ως ένα είδος μεσολαβητές ανάμεσα στο κοινό, αφ' ενός, και στον πρωταγωνιστή και τους άλλους ηθοποιούς αφ' ετέρουνεοελλ.1. (με περιλπτ. σημ.) τα πρόσωπα που χορεύουν («η νύφη πρώτη στον χορό»)2. (γενικά) όμιλος προσώπων («χορός αγγέλων»)3. φρ. α) «σέρνω [ή σύρω] τον χορό» — είμαι επικεφαλής ομαδικού χορούβ) «πιάνω [ή στήνω] χορό» — συμμετέχω σε χορό, αρχίζω να χορεύωγ) «εν χορώ»(λόγιος τ.) όλοι μαζί, με μια φωνήδ) «μπαίνω στον χορό»μτφ. αναμιγνύομαι ή παρασύρομαι σε μια υπόθεσηε) «ο χορός τού Ησαΐα» — ο γάμος, η στέψηστ) «κατά τον τοίχο τον χορό»(ως παραίνεση) χρειάζεται μεγάλη προφύλαξη4. παροιμ. α) «όποιος είναι έξω από τον χορό, πολλά τραγούδια ξέρει» — είναι εύκολο για κάποιον που είναι αμέτοχος σε μια υπόθεση να κρίνει αυστηρά εκείνους που μετέχουν ή να δίνει πρόχειρες συμβουλέςβ) «αγάπαε η Μάρω τον χορό, κι ηύρε κι άντρα χορευτή» — βλ. χορευτήςνεοελλ.-μσν.1. εκκλ. η χορωδία η οποία επικουρεί ή αντικαθιστά τον ψάλτη στην ψαλμωδία κατά τις εκκλησιαστικές ακολουθίες («ο δεξιός και ο αριστερός χορός»)2. συνεκδ. το μέρος τού ναού, όπου στέκονται οι ψάλτεςμσν.-αρχ.τόπος για όρχηση, μέρος για χορό, χοροστάσι («λείηναν δὲ χορόν», Ομ. Οδ.)αρχ.1. (γενικά) άθροισμα, σύνολο («χορὸς ἰχθύων», Σοφ.)2. (στην Σπάρτη) η αγορά3. φρ. α) «χορὸς σκευῶν» — σειρά σκευών, αγγείων (Ξεν.)β) «χορὸς δονάκων»(για την σύριγγα τού Πανός) σειρά καλαμιών (Κόλουθ.)γ) «χορὸς ὀδόντων» — σειρά δοντιών (Αριστοφ.)δ) «οἱ πρόσθιοι χοροί» — τα πρόσθια δόντια (Αριστοφ.)ε) «ποῡ χοροῡ τάξομεν;» — σε ποια θέση να τό βάλουμε; (Πλάτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λ. αβέβαιης ετυμολ., λόγω τού ότι παραμένει αμφβλ. η αρχική της σημ. Κατά την επικρατέστερη άποψη, η σημ. «χώρος κατάλληλος για τον χορό», που απαντά στον Όμ. και επιβιώνει στις διαλέκτους, πρέπει να θεωρηθεί αρχαιότερη από τη σημ. «ομάδα χορευτών, χορωδία», που αφορά ειδικότερα την ορολογία τού θεάτρου. Έτσι, νοηματικά τουλάχιστον, η λ. χορός, μέσω μιας αρχικής σημ. «άδειος χώρος» ή «περιφραγμένος χώρος», μπορεί να συνδεθεί με τη λ. χώρα*, η οποία όμως δεν βοηθά ιδιαίτερα την ετυμολόγησή της, αφού παραμένει και η ίδια αβέβαιης ετυμολ. Πιθανότερη, λοιπόν, φαίνεται η άποψη ότι η λ. χορός (< *ĝhoros) ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα της ΙΕ ρίζας *ĝher- «πιάνω, κρατώ, περιβάλλω» (πρβλ. χόρτος*, αρχ. ινδ. harati «φέρω»), πιθ. μέσω τής σημ. «περιφραγμένος χώρος». Ορισμένοι, ωστόσο, προβάλλουν μάλλον τη σημ. «πιάνω» τής ίδιας ρίζας, υποστηρίζοντας ότι στον χορό οι χορευτές πιάνονται από το χέρι. Αρκετά ικανοποιητική, εξάλλου, τόσο από σημασιολογική όσο και από φωνολογική άποψη, θεωρείται και η σύνδεση τής λ. με το λιθουαν. žāras «τάξη, σειρά», το οποίο ανάγεται επίσης στην ετεροιωμένη βαθμίδα τής ίδιας ρίζας.ΠΑΡ. χορεία, χορείος, χορεύω, χορικόςαρχ.χορῖτις, χορόνδε.ΣΥΝΘ. (Α συνθετικό) χορηγός, χοροδιδάσκαλος, χορομανήςαρχ.χοραύλης, χορηγέτης, χορήθης, χοροιθαλής, χοροιτύπος, χοροκιθαρεύς, χοροκτόνος, χορολέκτης, χορόνικος, χοροπαίκτης, χοροποιός, χοροστάτης, χοροτερπήςαρχ.-μσν.χοροδατώ, χοροίτυπος, χοροπλεκήςμσν.χοροψάλτηςνεοελλ.χοράρχης, χορογράφος, χορόδραμα, χοροεσπερίδα, χορόμιμος, χοροπηδώ, χοροστάσι, χορωδός. (Β' συνθετικό) αρχ. αγησίχορος, αλεξίχορος, αρχίχορος, άχορος, ευρύχορος, εύχορος, κακόχορος, καλλίχορος, μεσόχορος, μουσόχορος, ομόχορος, πληθόχορος, πρόσχορος, πρωτόχορος, στησίχορος, σύγχορος, τερψίχορος, φιλόχοροςνεοελλ.τετράχορος].
Dictionary of Greek. 2013.